ο προσωπικός διπροσωπισμός μου

με την μάσκα μου για ατου μου να κοιτώ με τα πλαστικά μου μάτια τα πλαστικά μάτια της μάσκας του εχθρού μου

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Ζωντανός ψόφος.

Και πάλι στη θέση μου.
Αναμένοντας,  παίρνω βαθιές ανάσες για να αποφύγω να σκέπτομαι
κοιτώ τον φωτισμό να αλλάζει εντάσεις
ενώ οι υπόλοιποι θεατές σαπίζουν ήρεμοι περιμένοντας στις κόκκινες καρέκλες τους
από τα ηχεία βγαίνουν κραυγές, φανταχτερά εμβατήρια
που εξυμνούν ότι μισώ
η ατμόσφαιρα είναι τέλεια για το όργιο που επακολουθεί.
Παρακαλείτο ησυχία! Ξάφνου φωνές.
Οι κουρτίνες ανοίγουν και
οι διπλανοί μου αρχίζουν να στριφογυρίζουν ανυπόμονα στις θέσεις τους
λογικά πρέπει και γω να κάνω το ίδιο
κάποιος πέταξε την πρώτη βλασφημία από τα πίσω καθίσματα
τώρα θα αρχίζουν να φωνάζουν
ποτέ δεν μου άρεσε να πηγαίνω σε γιορτές
τώρα έρχονται αυτές σε μένα
και οι συμμετέχοντες με τραβάνε στο χορό
κοίτα, κοίτα διπλανέ , χορεύω
κοίτα, μισώ και γω αυτούς που μισείς
μισώ και γω αυτούς που μας είπαν να μισούμε
αυτό πάει να πει ότι είμαστε φίλοι ;
αφού είμαστε φίλοι θα σου πω πως ποτέ δεν μου άρεσαν οι γιορτές
οι χορηγοί, οι διοργανωτές και οι πρωταγωνιστές
αλλά μην τους το πεις εντάξει; γιατί τα γκλόμπ πονάνε βλέπεις
κοίτα διπλανέ κοίτα χορεύω
είμαι εχθρός τους δεν είμαι εχθρός σου
μην με φοβάσαι ποτέ δεν θα σε έβλαπτα, θα ήταν ανούσιο άλλωστε
αν δεν μπορώ να στο πω κατάμουτρα
μπερδεύω τα βήματα μου και πέφτω
οι διπλανοί συνεχίζουν να χορεύουν και να ξελαρυγγιάζονται
ακλόνητοι ,ενώ με καταπατάνε,
για να γίνουν ένα με τους μπροστινούς τους
οι όποιοι θα γίνουν ένα με τους μπροστινούς τους και ούτε καθ’ εξής
δεν φωνάζω
όλο και πιο πολλά πόδια πιέζουν το κρανίο μου αλλά δεν με νοιάζει
θέλω τον θάνατο μου αφού δεν μπόρεσα να φέρω τον δικό τους
δεν φωνάζω
δεν θα χαρίσω ούτε μια λέξη στον χορό τους
κρατάω την φωνή μου για την ώρα που θα χρειαστεί να φωνάξω ΠΟΛΕΜΟ!
Και τα γέλια μου για την ώρα που θα χορεύω
,έναν χορό δικό μου, πάνω από τα σάπια πτώματα σας.
Η πίεση μεγαλώνει και σκέπτομαι πως το μόνο που θα μείνει να με θυμίζει
θα είναι ένας λεκές από τα χυμένα μυαλά μου στο πάτωμα
άλλωστε, αυτά είναι το μόνο ισχυρό πράγμα πάνω μου
που αξίζει να μείνει.
Σκοτάδι παράλυση και λιποθυμία.
Η ανθρωπινή θάλασσα οργιάζει ˙ πόνος.
Ξάφνου νιώθω να ανυψώνομαι ˙ πέθανα και πάω πάνω ;
Μπα μαλακία δεν παίζει.
Με σηκώνουν. Το δίλεπτο τέλειωσε λέει,
να μάθεις καλύτερα τα βήματα για νη μην μπερδεύεσαι άλλη φορά,
ακολούθει γλέντι με φαί, μεθύσι και κάνα τσιγάρο λέει.
Τουλάχιστον αύριο δεν θα θυμάμαι και πολλά.
Έτσι που λες.
Ζωντανός ψόφος διπλανέ.

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

ania.


 Ένα μικρό διήγημα. γραμμένο ενα βράδυ κάποιας τετάρτης.
 ΘΕΜΑ: ο ολικός συμβιβασμός και η υποδούλωση του καπιταλιστικού ανθρώπου στην ρουτίνα και η           εσωτερική σήψη του


  Ανία.

    Δεν ήξερε ότι είχε το μικρόβιο. Όπως κάθε μέρα έτσι και εκείνο το πρωί είχε σηκωθεί νωρίς για να μην αργήσει στην δουλεία. Ήταν μόλις στους επτά πρώτους μήνες στην θέση και ειδή ήλπιζε ότι με την συνέπεια, το εργατικό του χαρακτήρα και λίγη ευγένεια παραπάνω προς το αφεντικό είχε υψηλές πιθανότητες να πάρει προαγωγή πριν κλείσει ο χρόνος. Ντύθηκε. Το γκρίζο εργατικό σακάκι του, μουντό και καταθλιπτικό μα καθαρό και σιδερωμένο όπως πάντα τον περίμενε κάθε μέρα κρεμασμένο στην πλάτη της καρέκλας διπλά στο κρεβάτι. Το διαμέρισμα το είχε από τότε που δέχτηκε την δουλειά. Ήταν ένα ευρύχωρο ,υπερβολικά μεγάλο για ένα άτομο, διαμέρισμα με μεγάλα παράθυρα και ψήλο ταβάνι κλασσικό των σπιτιών της Αθήνας του προηγούμενου αιώνα. Πήρε το πρωινό του. Στο σαλόνι η τηλεόραση έπαιζε μια πρωινή εκπομπή συνηθισμένη, από αυτές που οι παρουσιαστές, οι παρουσιάστριες και όλοι οι καλεσμένοι, ενώ μίλανε για ένα κάρο πράγματα, τελικά δεν λέγαν τίποτα που άξιζε να το θυμάται κανείς μετά από ένα μισάωρο.
    Η ώρα ήταν έξι και μίση όταν βγήκε στον δρόμο. Η γειτονιά δεν είχε ξυπνήσει ακόμα και μόλις που υπήρχαν δυο τρεις άνθρωποι. Όλοι περπατούσαν βιαστικά όπως ακριβώς και αυτός. Καθώς πλησίαζε το κέντρο η κίνηση αυξανόταν. Στα πλατιά, για το συνηθισμένο της πόλης, πεζοδρόμια τώρα υπήρχαν καμία εικοσαριά άνθρωποι, οι μαγαζάτορες νυσταγμένοι ακόμη και με μια αύρα αδιαθεσίας να πλανάτε στον αέρα γύρω τους ξεκλείδωναν τα μαγαζιά τους και όσοι από τους βραδινούς «εραστές» της νύχτας είχαν απομείνει τώρα κάθονταν κουρασμένοι και άδειοι στα παγκάκια του τοπικού πάρκου. Σε λίγο έφτασε στην στάση, αν ήταν τυχερός το λεωφορείο δεν θα αργούσε. Ενώ περίμενε και χάζευε τους υπόλοιπους περαστικούς, με την άκρη του ματιού του έπιασε το είδωλο του να αχνοφαίνεται στη πλαστική τζαμαρία της διαφημιστικής ταμπέλας που κοσμούσε την στάση. Γύρισε και κοιτάχτηκε καλύτερα, ίσωσε τον γιακά του. Τότε, σαν την φυσαλίδα αέρα που ανεβαίνει αργά προς την επιφάνεια του νερού και σκάει μόλις την συναντήσει για να ενωθεί με το υπόλοιπο οξυγόνο της ατμόσφαιρας , θυμήθηκε το όνειρο. Το έβλεπε συχνά  το όνειρο αυτό. Κάθε φορά η ίδια ιστορία, ήταν λέει αυτός αντίκρυ σε ένα καθρέπτη, ένα τεράστιο καθρέπτη και κοιτιόταν. Συγκεντρώθηκε και παρατήρησε καλύτερα το είδωλο του, τίποτα το ασυνήθιστο, όλα όπως πάντα, μόνο τα μάτια. Ναι τώρα θυμόταν, κάθε φορά στο όνειρο ήταν τα μάτια του αυτά που τον ανησυχούσαν, κάθε φορά ήταν ανέκφραστα λες και αδιαφορούσαν για τα πάντα γύρω τους, ακόμα και για το ίδιο τον αντικατοπτρισμό τους, λες και ήταν νεκρά. Ρίγησε και απέστρεψε το βλέμμα του απ την τζαμαρία, για κάποιον ανεξήγητο λόγο το όνειρο τον τρόμαζε. Δεν ήταν όμως ένας οποιοσδήποτε φόβος, ήταν ένα περίεργο είδος φόβου, ένα ενοχλητικό τρέμουλο στην ραχοκοκαλιά ανάμεικτο με ένα συναίσθημα σαν να πνίγεται, σα να μην μπορεί να πάρει ανάσα και το μόνο που θέλει είναι να τρέξει, να τρέξει όσο πιο γρήγορα να ξεφύγει, από τι; Δεν ήξερε.
    Το λεωφορείο ήρθε με μια μικρή καθυστέρηση των δέκα λεπτών. Είχε σχεδόν ξεχάσει τις περίεργες σκέψεις σχετικά με το όνειρο που έκανε στην στάση όταν πια μπήκε στην εταιρία. Στην ρεσεψιόν όπως πάντα καθόταν εκείνη η χαζή η γραμματέας. Τον καλημέρισε και την καλημέρισε και αυτός με ένα πλατύ χαμόγελο. Ποτέ δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα της μα πάντα της χαμογελούσε όταν έμπαινε έτσι, μπας και οδηγούσε πουθενά. Ήταν πολύ όμορφη η άτιμη. Το γραφείο του βρισκόταν στο δεύτερο όροφο, στο τέρμα του διαδρόμου. Πηρέ το ασανσέρ, ήταν ένα μεγάλο -χωρούσε τουλάχιστον έξι άτομα- ατσάλινο κουτί που περικλείονταν από καθρέπτες. Ακόμη και στην οροφή υπήρχε ένας. Εκεί ήταν η πρώτη φορά που το παρατήρησε, μπορεί να ήταν και αυτό που τον είχε κάνει να θυμηθεί πρωταρχικά το όνειρο . Ένιωσε να κατακλύζεται από ένα κύμα στιγμιαίου πανικού. Τα μάτια του. Κάτι είχαν τα μάτια του, δεν ήξερε τι ακριβώς αλλά ήταν σίγουρος ότι κάτι είχε αλλάξει, ένιωθε σαν κάτι να μην κολλούσε με το υπόλοιπο του προσώπου του, σαν κάτι να μην ήταν σωστό. Για το υπόλοιπο της ημέρας δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, συνέχιζε να θυμάται το όνειρο. Το ίδιο έγινε και την επομένη μέρα.
    Ανήμπορος να βγάλει την εικόνα των ματιών του απ το κεφάλι του αποφάσισε να δουλεύει πιο πολύ έτσι ώστε να εξαντλείτε μπας και οι σκέψεις έσβηναν απ' το υποσυνείδητο του. Μετά από μια εβδομάδα ισα που έβρισκε την δύναμη να σταθεί όρθιος. Η ανάμνηση του ονείρου δεν είχε σταματήσει να τον βασανίζει. Είχε κακό ύπνο, άγρια μεσάνυχτα ξυπνούσε λουσμένος στον ιδρώτα. Έβλεπε το όνειρο όλο και πιο συχνά, το ίδιο αυτό όνειρο. Ύστερα ήρθαν οι αϋπνίες. Προσπάθησε να δοκιμάσει ηρεμιστικά μπας και έβρισκε γαλήνη. Τίποτα δεν βοηθούσε. Άρχισε να χάνει βάρος και να αργεί στην δουλειά, οι πονοκέφαλοι είχαν γίνει αβάσταχτοι. Παρόλα αυτά συνέχιζε να χαμογέλα στην γραμματέα. Η αρρώστια πλέον φαινόταν καθαρά επάνω του και το καταλάβαινε. Τα μάτια του είχαν γίνει κενά και απέκτησαν ένα γκρίζο χρώμα, σαν αυτό του σακακιού του που τώρα πια είχε σχεδόν μετατραπεί σε κουρέλι, τσαλακωμένο και βρώμικο. Υπέφερε, βράδια έβγαινε και χανόταν στους δρόμους, φορές-φορες φώναζε δυνατά ονόματα φίλων και κρυφών του επιθυμιών, άλλες φορές κλεινόταν για μέρες στο σπίτι και έκλαιγε. Πρόσωπα από την παιδική του ηλικία άρχισαν τώρα να κάνουν την εμφάνιση τους, θαμπές αναμνήσεις από γέλια, βόλτες με το ποδήλατο, πλατειές και ανεκπλήρωτους παιδικούς έρωτες τον κυνηγούσαν τα βράδια. Πιο πολλά χάπια. Με πολύ κόπο βρήκε ένα μικρότερο διαμέρισμα και ξενοίκιασε το παλιό. Το όνειρο συνέχιζε να είναι παρόν, εμφανίζονταν και καθώς διαδραματίζονταν μπροστά του για πολλοστή φορά, η πλοκή όλο και εξελισσόταν πιο πολύ. Τώρα το είδωλο με τα κενά μάτια άρχιζε να γερνά, να καμπουριάζει και να λιώνει. Κάθε φορά ούρλιαζε αγωνιώντας, απαιτούσε κάποια χαμένη ζωή, κάποια κλεμμένα χρόνια. Οι δόσεις των ηρεμιστικών είχαν αυξηθεί. Μετά από ένα μήνα τα μάτια του είχαν πεθάνει πια ολοκληρωτικά. Μια μέρα καθώς έμπαινε αργοπορημένος στο γραφείο τον φώναξαν να μιλήσει με τον διευθυντή. Σε λίγο καιρό πηρέ για πρώτη φορά το επίδομα ανεργίας. Προσπάθησε να ξαναβρεί δουλειά αλλά δεν μπορούσε, τώρα οι πονοκέφαλοι συνοδεύονταν από ζαλάδες, εμέτους, προσωρινή παράλυση.
    Ήταν άρρωστος. Εβδομάδα με την εβδομάδα, μέρα με την μέρα, λεπτό με το λεπτό πέθαινε, μαράζωνε, ένιωθε τα σώθηκα του να σαπίζουν από μίσος, μίσος για τα πάντα. Τον έπνιγε το άδικο, δεν έφταιγε αυτός για τούτη την κατάληξη του, δεν του άξιζε τέτοια τιμωρία, όχι, σίγουρα δεν έφταιγε αυτός. Έφταιγε το σακάκι, έφταιγε το πρωινό ξύπνημα, η τηλεόραση,  η στάση , το γραφείο. Έφταιγε η εταιρία, το ασανσέρ με τους καθρέπτες και τα όνειρα για προαγωγές και για διακρίσεις. Έφταιγαν τα σάλια στο αφεντικό του. Μα πάνω απ’ όλα έφταιγε αυτή. Αυτή η καταραμένη η γραμματέας που τον περίμενε κάθε μέρα εκεί, πάντα εκεί και του χαμογελούσε κάθε φορά που έμπαινε στο κτίριο. Έφταιγε το χαμόγελο της, τον κορόιδευε όταν του χαμογελούσε, λες και τον παρότρυνε να μπει και να πιάσει δουλειά, να πεθάνει, να πνιγεί μέσα στα χαρτιά και τα βαρετά χαμόγελα στο αφεντικό και τους συναδέλφους του. Έφταιγε, έφταιγε. Μα όχι, έφταιγε και αυτός. Έφταιγε που τις ανταπέδιδε κι αυτός το χαμόγελο και που το χαμόγελο του εκείνο ήταν πάντα τόσο πλατύ και πειστικό, έφταιγε.
    Ήταν εικοσιοκτώ χρονών όταν τον βρήκαν στο πάρκο. Στα δεκαοκτώ του είχε μπει σε μια καλή σχολή απ’ όπου αποφοίτησε στα είκοσι δυο, ύστερα δυο χρόνια μεταπτυχιακό, και μετά στρατός και διάφορες δουλειές εδώ και εκεί για να γεμίσει με πείρα και συστάσεις το βιογραφικό. Την δουλειά στην εταιρία την πήρε στο είκοσι επτά. Έφυγε στις τέσσερις και κάτι τα χαράματα μιας δευτέρας, δυο ώρες ακριβώς δηλαδή πριν να σηκωθούν όλοι να πάνε στις δουλειές τους. Κάποιος από τους γείτονες του είπε ότι ήταν και αυτός πλέον ένας από τους περιβόητους «εραστές» της νύχτας που ανέφερε τόσο συχνά σε συζητήσεις μόνο που, ενώ ερωτοτροπούσε μαζί της, μέσα στην ηδονή και το πάθος του γι’ αυτήν, κοιμήθηκε , συνάντησε τους χειρότερους του εφιάλτες και δεν κατάφερε να ξυπνήσει ποτέ ξανά. Είχε χαθεί μέσα στο όνειρο του, χαμογελώντας ξανά και ξανά σε εκείνη που είχε πάρει την μορφή μιας όμορφης γραμματέα στην υποδοχή μιας εταιρίας. Είχε ερωτευτεί την ανία και είχε πληρώσει με την ιδία του τη ζωή.
    Πηρέ βαθιά ανάσα, η ώρα ήταν επτά. Ο ήχος των φρένων του παλιού αστικού λεωφορείου τον έβγαλε από την ονειροπόληση του. Ευτυχώς δεν είχε αργήσει και παρά πολύ και έτσι θα προλάβαινε να φτάσει εγκαίρως στην δουλειά. Ίσως να προλάβαινε ακόμη και να κάνει μια μικρή κουβέντα με την χαριτωμένη γραμματέα στην είσοδο, να της ζητήσει να φανέ μαζί απόψε. Ήταν δευτέρα και είχε ήλιο, σίγουρα όχι η κατάλληλη μέρα για τέτοιες ανόητες και κυνικές σκέψεις σκέφτηκε. Ήταν οχτώ παρά τέταρτο όταν πέρασε την πόρτα της εταιρίας και χαμογέλασε στην γραμματέα που καθόταν όπως πάντα στην έδρα της υποδοχής.

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Τελικά όλα ειναι κύκλος.

Όλα είναι κύκλος.

Η φύση μας ή τουλάχιστον η φύση που μας έχει προβάλλει η κοινωνία και νομίζουμε ότι έχουμε είναι κυκλικής μορφής. Πως λέμε οφθαλμός αντί οφθαλμού και αλυσιδωτές αντιδράσεις? ένα μιξ από αυτά ένα πράγμα . Όταν κάνεις κάτι ή όταν σου κάνουν κάτι αυτό αποτελεί κίνητρο για την επομένη σου σκέψη και αυτή για την επομένη σου πράξη και κάπως έτσι διαμορφώνεται η δράση σου και σε μακροχρόνια περίοδο ο χαρακτήρας σου, οι ιδεολογίες κτλ. δυστυχώς ή ευτυχώς το μίσος είναι η πιο συχνότερη τροχιά στην οποία μπαίνουμε. μισούμε για να ζούμε και ζούμε για να μισούμε βλέπεις. είσαι διαφορετικός? σε μισώ. είσαι αρχίδι? σε μισώ. δεν συμφωνούμε? σε μισώ. είσαι ποδηλάτης? σε μισώ. Βασικά μισούμε για τον οποιονδήποτε λόγο.

Επιστρατεύουμε την δημιουργικότητα μας και την φαντασία μας στο να βρίσκουμε λόγους να μισούμε. δεν λέω ότι είναι κακό. Κακό είναι όμως το ηλίθιο είδος μίσους που μας κάνει να χάνουμε την ουσία και να μην βλέπουμε αυτό που πρέπει πραγματικά να απεχθανόμαστε και να διοχετεύουμε το μίσος μας πάνω του. την εξουσία και όχι, όχι μόνο το κράτος πολιτικά ορθό ανθρωπάκι, αλλά κάθε μορφή εξουσιασμού και περιορισμού του ανθρώπινου νου μαλάκα ηλίθιε που το μόνο που ξέρεις να λες όταν "πρέπει" να πάρεις μέρος σε σοβαρή κουβέντα (ναι πέρα από τις μαλακίες που συζητάνε όλοι τώρα έγινε μόδα και αυτό) είναι "ε ναι οι διαφημίσεις προβάλλουν υλιστικά πρότυπα και οι πολιτικοί είναι κακοί και ψεύτες" και ύστερα παίρνεις το ύφος το συνειδητοποιημένου νέου.

Χέσε μας, τα ξέρουμε κάτι άλλο?

Φορές φορές σε βλέπω και θέλω να σε δείρω. δεν έχω τα μπράτσα όμως. Παλιά δεν είχα ούτε και το νεύρο. Μπήκα στο τριπάκι σας όμως και απέκτησα αρκετά ψυχολογικά για να μην έχω ανάγκη το νεύρο του τρελού που δέρνεται με όλους. Ακόμη όμως δεν έχω τα μπράτσα (αν και αν επιδιώκεις φάπες θα παιχτούν τι κι αν τις φάω εγώ στο τέλος) γι' αυτο και κάθομαι και γράφω.

Βασικά επειδή ξέφυγα από το θέμα μου, το γάμησα και πέθανε το κλείνω κάπου εδω. άλλωστε δεν έχω κι όρεξη που να κάτσω να συγκροτήσω την σκέψη μου να γράψω και κείμενο κιολα. Αρχίδια.

Α, και να μην ξεχνιόμαστε, το σύνθημα είναι ακόμη ένα ΣΚΕΨΟΥ Η ΨΟΦΑ.

καλή σας νύχτα.

η αληθεια ειναι οτι....

fdgnmg;reglmreg,.nds.ngkb nbsdkewrgbbbbbbbbbgkwghukwrbwrgvwhvbsmbvkwgbwml;o
;o;o;iiiiytut6yuybdmwbdkwkvmbvcmhbdhvfvdfmdhbvfdvbmfvmf






                                                                                                                                                  καύλωσες;