ο προσωπικός διπροσωπισμός μου

με την μάσκα μου για ατου μου να κοιτώ με τα πλαστικά μου μάτια τα πλαστικά μάτια της μάσκας του εχθρού μου

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

ania.


 Ένα μικρό διήγημα. γραμμένο ενα βράδυ κάποιας τετάρτης.
 ΘΕΜΑ: ο ολικός συμβιβασμός και η υποδούλωση του καπιταλιστικού ανθρώπου στην ρουτίνα και η           εσωτερική σήψη του


  Ανία.

    Δεν ήξερε ότι είχε το μικρόβιο. Όπως κάθε μέρα έτσι και εκείνο το πρωί είχε σηκωθεί νωρίς για να μην αργήσει στην δουλεία. Ήταν μόλις στους επτά πρώτους μήνες στην θέση και ειδή ήλπιζε ότι με την συνέπεια, το εργατικό του χαρακτήρα και λίγη ευγένεια παραπάνω προς το αφεντικό είχε υψηλές πιθανότητες να πάρει προαγωγή πριν κλείσει ο χρόνος. Ντύθηκε. Το γκρίζο εργατικό σακάκι του, μουντό και καταθλιπτικό μα καθαρό και σιδερωμένο όπως πάντα τον περίμενε κάθε μέρα κρεμασμένο στην πλάτη της καρέκλας διπλά στο κρεβάτι. Το διαμέρισμα το είχε από τότε που δέχτηκε την δουλειά. Ήταν ένα ευρύχωρο ,υπερβολικά μεγάλο για ένα άτομο, διαμέρισμα με μεγάλα παράθυρα και ψήλο ταβάνι κλασσικό των σπιτιών της Αθήνας του προηγούμενου αιώνα. Πήρε το πρωινό του. Στο σαλόνι η τηλεόραση έπαιζε μια πρωινή εκπομπή συνηθισμένη, από αυτές που οι παρουσιαστές, οι παρουσιάστριες και όλοι οι καλεσμένοι, ενώ μίλανε για ένα κάρο πράγματα, τελικά δεν λέγαν τίποτα που άξιζε να το θυμάται κανείς μετά από ένα μισάωρο.
    Η ώρα ήταν έξι και μίση όταν βγήκε στον δρόμο. Η γειτονιά δεν είχε ξυπνήσει ακόμα και μόλις που υπήρχαν δυο τρεις άνθρωποι. Όλοι περπατούσαν βιαστικά όπως ακριβώς και αυτός. Καθώς πλησίαζε το κέντρο η κίνηση αυξανόταν. Στα πλατιά, για το συνηθισμένο της πόλης, πεζοδρόμια τώρα υπήρχαν καμία εικοσαριά άνθρωποι, οι μαγαζάτορες νυσταγμένοι ακόμη και με μια αύρα αδιαθεσίας να πλανάτε στον αέρα γύρω τους ξεκλείδωναν τα μαγαζιά τους και όσοι από τους βραδινούς «εραστές» της νύχτας είχαν απομείνει τώρα κάθονταν κουρασμένοι και άδειοι στα παγκάκια του τοπικού πάρκου. Σε λίγο έφτασε στην στάση, αν ήταν τυχερός το λεωφορείο δεν θα αργούσε. Ενώ περίμενε και χάζευε τους υπόλοιπους περαστικούς, με την άκρη του ματιού του έπιασε το είδωλο του να αχνοφαίνεται στη πλαστική τζαμαρία της διαφημιστικής ταμπέλας που κοσμούσε την στάση. Γύρισε και κοιτάχτηκε καλύτερα, ίσωσε τον γιακά του. Τότε, σαν την φυσαλίδα αέρα που ανεβαίνει αργά προς την επιφάνεια του νερού και σκάει μόλις την συναντήσει για να ενωθεί με το υπόλοιπο οξυγόνο της ατμόσφαιρας , θυμήθηκε το όνειρο. Το έβλεπε συχνά  το όνειρο αυτό. Κάθε φορά η ίδια ιστορία, ήταν λέει αυτός αντίκρυ σε ένα καθρέπτη, ένα τεράστιο καθρέπτη και κοιτιόταν. Συγκεντρώθηκε και παρατήρησε καλύτερα το είδωλο του, τίποτα το ασυνήθιστο, όλα όπως πάντα, μόνο τα μάτια. Ναι τώρα θυμόταν, κάθε φορά στο όνειρο ήταν τα μάτια του αυτά που τον ανησυχούσαν, κάθε φορά ήταν ανέκφραστα λες και αδιαφορούσαν για τα πάντα γύρω τους, ακόμα και για το ίδιο τον αντικατοπτρισμό τους, λες και ήταν νεκρά. Ρίγησε και απέστρεψε το βλέμμα του απ την τζαμαρία, για κάποιον ανεξήγητο λόγο το όνειρο τον τρόμαζε. Δεν ήταν όμως ένας οποιοσδήποτε φόβος, ήταν ένα περίεργο είδος φόβου, ένα ενοχλητικό τρέμουλο στην ραχοκοκαλιά ανάμεικτο με ένα συναίσθημα σαν να πνίγεται, σα να μην μπορεί να πάρει ανάσα και το μόνο που θέλει είναι να τρέξει, να τρέξει όσο πιο γρήγορα να ξεφύγει, από τι; Δεν ήξερε.
    Το λεωφορείο ήρθε με μια μικρή καθυστέρηση των δέκα λεπτών. Είχε σχεδόν ξεχάσει τις περίεργες σκέψεις σχετικά με το όνειρο που έκανε στην στάση όταν πια μπήκε στην εταιρία. Στην ρεσεψιόν όπως πάντα καθόταν εκείνη η χαζή η γραμματέας. Τον καλημέρισε και την καλημέρισε και αυτός με ένα πλατύ χαμόγελο. Ποτέ δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα της μα πάντα της χαμογελούσε όταν έμπαινε έτσι, μπας και οδηγούσε πουθενά. Ήταν πολύ όμορφη η άτιμη. Το γραφείο του βρισκόταν στο δεύτερο όροφο, στο τέρμα του διαδρόμου. Πηρέ το ασανσέρ, ήταν ένα μεγάλο -χωρούσε τουλάχιστον έξι άτομα- ατσάλινο κουτί που περικλείονταν από καθρέπτες. Ακόμη και στην οροφή υπήρχε ένας. Εκεί ήταν η πρώτη φορά που το παρατήρησε, μπορεί να ήταν και αυτό που τον είχε κάνει να θυμηθεί πρωταρχικά το όνειρο . Ένιωσε να κατακλύζεται από ένα κύμα στιγμιαίου πανικού. Τα μάτια του. Κάτι είχαν τα μάτια του, δεν ήξερε τι ακριβώς αλλά ήταν σίγουρος ότι κάτι είχε αλλάξει, ένιωθε σαν κάτι να μην κολλούσε με το υπόλοιπο του προσώπου του, σαν κάτι να μην ήταν σωστό. Για το υπόλοιπο της ημέρας δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, συνέχιζε να θυμάται το όνειρο. Το ίδιο έγινε και την επομένη μέρα.
    Ανήμπορος να βγάλει την εικόνα των ματιών του απ το κεφάλι του αποφάσισε να δουλεύει πιο πολύ έτσι ώστε να εξαντλείτε μπας και οι σκέψεις έσβηναν απ' το υποσυνείδητο του. Μετά από μια εβδομάδα ισα που έβρισκε την δύναμη να σταθεί όρθιος. Η ανάμνηση του ονείρου δεν είχε σταματήσει να τον βασανίζει. Είχε κακό ύπνο, άγρια μεσάνυχτα ξυπνούσε λουσμένος στον ιδρώτα. Έβλεπε το όνειρο όλο και πιο συχνά, το ίδιο αυτό όνειρο. Ύστερα ήρθαν οι αϋπνίες. Προσπάθησε να δοκιμάσει ηρεμιστικά μπας και έβρισκε γαλήνη. Τίποτα δεν βοηθούσε. Άρχισε να χάνει βάρος και να αργεί στην δουλειά, οι πονοκέφαλοι είχαν γίνει αβάσταχτοι. Παρόλα αυτά συνέχιζε να χαμογέλα στην γραμματέα. Η αρρώστια πλέον φαινόταν καθαρά επάνω του και το καταλάβαινε. Τα μάτια του είχαν γίνει κενά και απέκτησαν ένα γκρίζο χρώμα, σαν αυτό του σακακιού του που τώρα πια είχε σχεδόν μετατραπεί σε κουρέλι, τσαλακωμένο και βρώμικο. Υπέφερε, βράδια έβγαινε και χανόταν στους δρόμους, φορές-φορες φώναζε δυνατά ονόματα φίλων και κρυφών του επιθυμιών, άλλες φορές κλεινόταν για μέρες στο σπίτι και έκλαιγε. Πρόσωπα από την παιδική του ηλικία άρχισαν τώρα να κάνουν την εμφάνιση τους, θαμπές αναμνήσεις από γέλια, βόλτες με το ποδήλατο, πλατειές και ανεκπλήρωτους παιδικούς έρωτες τον κυνηγούσαν τα βράδια. Πιο πολλά χάπια. Με πολύ κόπο βρήκε ένα μικρότερο διαμέρισμα και ξενοίκιασε το παλιό. Το όνειρο συνέχιζε να είναι παρόν, εμφανίζονταν και καθώς διαδραματίζονταν μπροστά του για πολλοστή φορά, η πλοκή όλο και εξελισσόταν πιο πολύ. Τώρα το είδωλο με τα κενά μάτια άρχιζε να γερνά, να καμπουριάζει και να λιώνει. Κάθε φορά ούρλιαζε αγωνιώντας, απαιτούσε κάποια χαμένη ζωή, κάποια κλεμμένα χρόνια. Οι δόσεις των ηρεμιστικών είχαν αυξηθεί. Μετά από ένα μήνα τα μάτια του είχαν πεθάνει πια ολοκληρωτικά. Μια μέρα καθώς έμπαινε αργοπορημένος στο γραφείο τον φώναξαν να μιλήσει με τον διευθυντή. Σε λίγο καιρό πηρέ για πρώτη φορά το επίδομα ανεργίας. Προσπάθησε να ξαναβρεί δουλειά αλλά δεν μπορούσε, τώρα οι πονοκέφαλοι συνοδεύονταν από ζαλάδες, εμέτους, προσωρινή παράλυση.
    Ήταν άρρωστος. Εβδομάδα με την εβδομάδα, μέρα με την μέρα, λεπτό με το λεπτό πέθαινε, μαράζωνε, ένιωθε τα σώθηκα του να σαπίζουν από μίσος, μίσος για τα πάντα. Τον έπνιγε το άδικο, δεν έφταιγε αυτός για τούτη την κατάληξη του, δεν του άξιζε τέτοια τιμωρία, όχι, σίγουρα δεν έφταιγε αυτός. Έφταιγε το σακάκι, έφταιγε το πρωινό ξύπνημα, η τηλεόραση,  η στάση , το γραφείο. Έφταιγε η εταιρία, το ασανσέρ με τους καθρέπτες και τα όνειρα για προαγωγές και για διακρίσεις. Έφταιγαν τα σάλια στο αφεντικό του. Μα πάνω απ’ όλα έφταιγε αυτή. Αυτή η καταραμένη η γραμματέας που τον περίμενε κάθε μέρα εκεί, πάντα εκεί και του χαμογελούσε κάθε φορά που έμπαινε στο κτίριο. Έφταιγε το χαμόγελο της, τον κορόιδευε όταν του χαμογελούσε, λες και τον παρότρυνε να μπει και να πιάσει δουλειά, να πεθάνει, να πνιγεί μέσα στα χαρτιά και τα βαρετά χαμόγελα στο αφεντικό και τους συναδέλφους του. Έφταιγε, έφταιγε. Μα όχι, έφταιγε και αυτός. Έφταιγε που τις ανταπέδιδε κι αυτός το χαμόγελο και που το χαμόγελο του εκείνο ήταν πάντα τόσο πλατύ και πειστικό, έφταιγε.
    Ήταν εικοσιοκτώ χρονών όταν τον βρήκαν στο πάρκο. Στα δεκαοκτώ του είχε μπει σε μια καλή σχολή απ’ όπου αποφοίτησε στα είκοσι δυο, ύστερα δυο χρόνια μεταπτυχιακό, και μετά στρατός και διάφορες δουλειές εδώ και εκεί για να γεμίσει με πείρα και συστάσεις το βιογραφικό. Την δουλειά στην εταιρία την πήρε στο είκοσι επτά. Έφυγε στις τέσσερις και κάτι τα χαράματα μιας δευτέρας, δυο ώρες ακριβώς δηλαδή πριν να σηκωθούν όλοι να πάνε στις δουλειές τους. Κάποιος από τους γείτονες του είπε ότι ήταν και αυτός πλέον ένας από τους περιβόητους «εραστές» της νύχτας που ανέφερε τόσο συχνά σε συζητήσεις μόνο που, ενώ ερωτοτροπούσε μαζί της, μέσα στην ηδονή και το πάθος του γι’ αυτήν, κοιμήθηκε , συνάντησε τους χειρότερους του εφιάλτες και δεν κατάφερε να ξυπνήσει ποτέ ξανά. Είχε χαθεί μέσα στο όνειρο του, χαμογελώντας ξανά και ξανά σε εκείνη που είχε πάρει την μορφή μιας όμορφης γραμματέα στην υποδοχή μιας εταιρίας. Είχε ερωτευτεί την ανία και είχε πληρώσει με την ιδία του τη ζωή.
    Πηρέ βαθιά ανάσα, η ώρα ήταν επτά. Ο ήχος των φρένων του παλιού αστικού λεωφορείου τον έβγαλε από την ονειροπόληση του. Ευτυχώς δεν είχε αργήσει και παρά πολύ και έτσι θα προλάβαινε να φτάσει εγκαίρως στην δουλειά. Ίσως να προλάβαινε ακόμη και να κάνει μια μικρή κουβέντα με την χαριτωμένη γραμματέα στην είσοδο, να της ζητήσει να φανέ μαζί απόψε. Ήταν δευτέρα και είχε ήλιο, σίγουρα όχι η κατάλληλη μέρα για τέτοιες ανόητες και κυνικές σκέψεις σκέφτηκε. Ήταν οχτώ παρά τέταρτο όταν πέρασε την πόρτα της εταιρίας και χαμογέλασε στην γραμματέα που καθόταν όπως πάντα στην έδρα της υποδοχής.

4 σχόλια:

  1. μουχαχαααά δε διάβασα τίποταααα. αλλά γάμησε, γιατί είναι διήγημα, να μου το δώσεις τυπωμένο για να το διαβάσω, άμα θες να μάθεις τη γνώμη μου. ή δώσε μου λεφτά για να το εκτυπώσω. 50λεπτά πρέπει να κάνει. δεν έχω εκτυπωτή. σόρρυ για τα γκρήκλις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. emci-robokop@hotmail.com
    στείλε μου η-μέιλ (σοβαρά).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. scan68@hotmail.com

      υ.ς.ποια γκρηκλις :P

      Διαγραφή
    2. το η-μειλ στο δωσα απο εδω αν θες να μου πεις κατι. τι να σου στειλω εγω? χαιρετισματα ξερω γω? :P

      Διαγραφή